- πρωτοστατεῖ
- πρωτοστατέωstand firstpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)πρωτοστατέωstand firstpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός … Dictionary of Greek
μυσταγωγός — ὁ (Α μυσταγωγός, όν) αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός άτομο που … Dictionary of Greek
παράγοντας — και παράγων, ο 1. πρόσωπο που επηρεάζει έναν τομέα τής κοινωνικής ζωής τού τόπου, που πρωτοστατεί κάπου (α. «πολιτικός παράγοντας β. «κοινωνικός παράγοντας») 2. καθετί που συμβάλλει σημαντικά σε κάτι, που συντελεί ουσιαστικά στην παραγωγή… … Dictionary of Greek
πρωτοπόρος — α, ο / πρωτοπόρος, ον, ΝΜΑ, και θηλ. ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που πορεύεται μπροστά από τους άλλους, που προπορεύεται 2. μτφ. α) αυτός που εισάγει καινοτομίες, ο καινοτόμος β) (για επιστήμονες ή ερευνητές) αυτός που συντελεί σημαντικά στην ανάπτυξη… … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
φασαρίας — ο, Ν [φασαρία] (για πρόσ.) αυτός που προκαλεί αναστάτωση ή ενόχληση, ταραξίας 2. φρ. «καπετάν φασαρίας» άτομο που πρωτοστατεί σε φασαρία, αρχιταραξίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… … Dictionary of Greek